Σήμερα

Θα ποθώ πολύ,
θα ερωτεύομαι πολλές,
θα ερωτεύομαι λίγο.

Θα κομπάζω πολύ,
θα φθονώ πολύ,
θ' αγαπάω λίγο.

Θα διαβάζω πολύ,
θ' ακούω πολύ,
θα σκέφτομαι λίγο.

Θα τρέχω πολύ,
θα κερδίζω πολλά,
θα ζω... λίγο.

Θα Μάθω Τους Ανθρώπους

Είπα θα μάθω τους ανθρώπους, βούτηξα.
Βυθός με ψάρια, μα ψαριά δεν έπιασα.
Πήγα να φύγω μα η ανάγκη με ξανάπιασε.

Είπα θα μάθω τους ανθρώπους ξαναβούτηξα.
Μικρή ψαριά, μ' αφού την πείνα μου συνήθισα, την άφησα.
Πήγα να φύγω μα ήταν αργά για να γυρίσω πίσω.

Είπα θα μάθω τους ανθρώπους, ξαναβούτηξα.
Μεγάλο ψάρι μα βρωμούσε το κεφάλι, το 'κοψα.
Το έψησα μ' ευλάβεια κι έφαγα.
Και διαπίστωσα πως δε μ' αρέσουνε τα ψάρια.

Είπα θ' αφήσω τους ανθρώπους, έμαθα.
Μα είμαι ον κοινωνικό, δεν άντεξα.

Είπα θα μάθω τους ανθρώπους, ξαναβούτηξα,
σε άλλη θάλασσα ετούτη τη φορά.
Κι αν τα ψάρια ήταν ίδια,
ίδια και η θάλασσα,
μου φάνταζαν τελείως διαφορετικά.

Το Παραστρατημένο Καβούρι

Ένα καβούρι παραστράτισε απ' το ποτάμι.

Τι έψαχνε να βρει; Τροφή; Αγάπη; Γνώση;
Δεν έχει σημασία πια...

Ήταν περίεργο; Ευαίσθητο; Τρελό; Μήπως απλά χαζό;
Δεν έχει σημασία πια...

Κανένας δεν το έψαξε,
κανείς δε θα το ψάξει,
κανένας δεν το έκλαψε
ούτε και θα το θάψει.

Και φανταστείτε να 'βρισκε τροφή.
Τι χαρές, τι μεγαλεία!
Θα γύρναγε καμαρωτό στα μέρη του.
Ή μήπως όχι;

Κι οι καβουρίνες θα το περικύκλωναν να ζευγαρώσουν.
Ή μήπως όχι;
Ίσως και να 'ρχιζε εκεί μια νέα αποικία.

Δεν έχει σημασία πια.
Ένα καβούκι τώρα λιάζεται μες στο σπαρτό χωράφι.

Το Παιδί Που Δεν Υπήρξε

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα παιδί που δεν είχε στόχους·
μονάχα όνειρα αδιέξοδα.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα παιδί που άφηνε το χρόνο να κυλά
χωρίς να κάνει τίποτα.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα παιδί
που δεν υπήρξε.

Η Διχάλα

Κάποτε βρέθηκα κι εγώ στου δρόμου τη διχάλα
που καλούνται να διαβούν όλοι οι άνθρωποι της γης·
από τη μια μεριά τα όνειρά μου τα μεγάλα,
απ' την άλλη στόχοι κι έμοιαζε απόφαση ζωής.

Στη μέση είπα θα πάω
κυνηγώντας την ελπίδα,
κι εκεί πήγα.

Και να που ξαναβρέθηκα στου δρόμου τη διχάλα
ύστερα από χρόνια, μα κινούμενη άμμο πατώ,
με δίχως όνειρα, μον' αδιέξοδα μεγάλα,
δίχως στόχους μοιάζω άδειος να βουλιάζω στο κενό.

Εδώ θα κάτσω
κι αν οριστικά βουλιάξω,
θα πετάξω.

Η Ελπίδα Μου Χορεύει Στο Μπαλκόνι Σου Γυμνή

Μια ελπίδα χόρευε μες στο μπαλκόνι σου γυμνή,
δική μου ήταν. άνοιξη σου την είχα χαρίσει
έφηβη (παρθένα κι άγαρμπη), αθώα να υμνεί
τον έρωτά μας που δεν πρόλαβε να ευτυχίσει.

Η ελπίδα μου κι αν μπόρεσε να ολοκληρωθεί
κι αν γέλασε, γελάστηκε και βρέθηκε στην άκρη
κι αν απ' το μπαλκόνι βούτηξε στο δρόμο να σωθεί,
δεν πέθανε. μον' έπεσε σε χειμερία νάρκη.

Η ελπίδα μου κι αν σκίρτησε στην πρώτη σου ματιά,
δεν τη γελάνε πια ζεστές μέρες αλκυονίδες,
φύγε μακριά της να σωθείς ή βούτηξε βαθιά
μες στη φωτιά που ανθρώπους καίει και γεννά ελπίδες.

Η Σκάλα

Στο πρώτο σκαλί,
τα μωρά και οι μωροί.
Στο δεύτερο,
αυτοί που έμαθαν να τρέχουν πολύ.
Στο τρίτο οι γονείς
και οι πολύ δοτικοί,
στο τέταρτο,
που προσπαθούν να τρυπήσουν το ταβάνι,
οι τρελοί
και στην ταράτσα,
οι τελευταίοι άνθρωποι-δημιουργοί.

Πάμε Να Φύγουμε

Πάει, με μάθανε κι εδώ.
Και τώρα;
Πάμε να φύγουμε...

Μα ως πότε θα φεύγω σαν κυνηγημένος;
Και θα βρω ποτέ μέρος να ησυχάσω;

Φεύγω να γίνω καλύτερος άνθρωπος έλεγα πάντα.
Αρχίδια!
Μόνο το τσόφλι μου άλλαξε, έγινε πιο άκαμπτο και πιο σκληρό.

Εδώ, εδώ και τώρα είναι η λύση και το ξέρω.
Μα τι ακατανίκητη έλξη που ασκεί η φυγή.
Πάμε να φύγουμε...

Εδώ!
Ετούτη τη φορά θα μείνω εδώ να δω το φονικό.

Ο Παρατηρητής

Ο παρατηρητής στη γη δεν πατάει
φανταστικά ανοίγει φτερά και πετάει.

Ο παρατηρητής στη γη όταν πέσει
σαν το τραυματισμένο πουλί παραπαίει.

Ο παρατηρητής μαθαίνει και πάει,
βλέπει τον κόσμο από ψηλά και ξεχνάει.

Ο παρατηρητής καίει ότι αγαπάει
και τη ζωή του σα στάχτη στη γη τη σκορπάει.

Ο παρατηρητής να ζει ρόλους θέλει,
είναι ηθοποιός της ζωής και το ξέρει.

Ο παρατηρητής στο θάνατο πάει,
ζει σε μια τεντωμένη κλωστή κι όμως πάει.

Το Μυρμήγκι Και Το Δέντρο

Ένα μυρμήγκι ζούσε για καιρό μες στη φωλιά του.
Αποταμίευε κι όταν πεινούσε έτρωγε.
Κι όταν διψούσε έβρισκε τις απολήξεις των ριζών των δέντρων και ρουφούσε.
Μα η ζωή αυτή δεν του αρκούσε.

Άρχισε λοιπόν να σκαρφαλώνει στα κλαδιά των δέντρων.
Σαν παιχνίδι στην αρχή για να ξεφεύγει απ' την ανία.
μως στη συνέχεια του άρεσε η θέα και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά.
Ανέβηκε στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου του.
Και του φάνηκε ότι των δέντρων η σκιά ανάγκαζε τα δέντρα τα μικρότερα ν' απλώσουν τα κλαδιά τους πιο ψηλά, πιο γρήγορα, ώστε να δουν τον ήλιο.
Μα δεν του έφτασε ούτε αυτό.

Ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή, στο τελευταίο φυλλαράκι του ψηλότερου δέντρου που βρήκε.
Και συνέχισε να ανεβαίνει.
Και μόλις πέθανε, πήρε τη μορφή του ψηλότερου δέντρου που 'χε ανεβεί.

Ο Ρόλος

Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι από τα ίδια υλικά.
Χιλιάδες ρόλοι, οι ίδιοι μέσα στον καθένα μας, παλεύουν ποιος θα υπερισχύσει.
Κι είν' οι ανάγκες, οι δικές μας και της εποχής μας, που υποδεικνύουν κάθε φορά ποιο ρόλο να υποδυθούμε.

Όλοι οι ρόλοι οδηγούν στο τέλος τους στο ίδιο αδιέξοδο.
Και μόλις φτάσεις εκεί, ο ρόλος καίγεται, πεθαίνει.
Τότε βγαίνεις και παρατηρείς απ' έξω τη ζωή σου.
Περιμένεις λίγο κι ένας νέος ρόλος αναλαμβάνει να σε πάρει απ΄το χεράκι.
Κι αν κάψεις όλους τους ρόλους που παλεύουν μέσα σου, θα μείνει μόν' ο παρατηρητής.
Μα οι περισσότεροι βολεύονται στο μέσο ενός ή περισσοτέρων ρόλων.
Ίσως κι ο παρατηρητής να είναι μόνο ένας ρόλος.
Ο ενδιάμεσος, αν έχουν μείνει κι άλλοι να καούν, μα και ο τελευταίος.

Όλοι οι ρόλοι οδηγούν στο τέλος τους στο ίδιο αδιέξοδο.
Κι όσοι πίστεψαν ότι πιστεύοντας μια ουτοπία θα περάσουν το αδιέξοδο, γελάστηκαν.
Απλά κλωτσήσαν το αδιέξοδο λιγάκι παραπέρα.
Μα κι αυτό, δεν είναι καθόλου λίγο.